- ἀμφιπόλῳ
- ἀμφίπολοςbusied aboutmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιπολώ — ἀμφιπολῶ ( έω) (Α) [ἀμφίπολος] (μεταγενέστερος τύπος τού ἀμφιπολεύω, συνήθως στον ενεστώτα ή αόριστο) 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι, περιστοιχίζω, ακολουθώ 2. προσέχω, φροντίζω, φυλάσσω 3. ασχολούμαι με κάτι 4. περιποιούμαι, μεταχειρίζομαι με… … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… … Dictionary of Greek